- ὀλιγότριχος
- ὀλῐγότρῐχος, ον,A having few hairs, Arist.HA498b17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγότριχος — και λιγότριχος, η, ο και ολιγόθριξ, ο, η (ΑΜ ὀλιγότριχος, ον, Μ ὀλιγόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ) αυτός που έχει λίγες τρίχες, λίγα μαλλιά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολιγότριχα ζωολ. ετερογενής τάξη σπειρότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων που… … Dictionary of Greek
ὀλιγότριχον — ὀλιγότριχος having few hairs masc/fem acc sg ὀλιγότριχος having few hairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοτριχία — η [ολιγότριχος] η ατελής ανάπτυξη τού τριχωτού συστήμτος … Dictionary of Greek
λιγότριχος — η, ο βλ. ολιγότριχος … Dictionary of Greek
ολιγόθριξ — ο, η (Μ ὀλιγόθριξ, τριχος) βλ. ολιγότριχος … Dictionary of Greek